H Μοσχούλα...γράφει στο ημερολόγιό της
Σχέδιο: Σωτηρία Κ. |
Αγαπημένο μου ημερολόγιο
Το προηγούμενο Σάββατο είχαμε κατεβεί με την πεθερά μου και
την κουμπάρα μου στην Αθήνα, για να αγοράσουμε τα προικιά της Άννας, της
μικρότερης αδερφής του άντρα του. Καθώς περπατούσαμε στην αγορά είδα από μακριά
τον βοσκό μου. Στην αρχή νόμισα πως κάνουν πουλάκια τα μάτια μου, αλλά όταν τον
παρατήρησα καλύτερα, σιγουρεύτηκα. Ναι, ήταν εκείνος… όμορφος και ψηλός όπως
πριν από δεκαπέντε χρόνια. Δεν μιλήσαμε, απλώς τον παρατηρούσα από μακριά να
κάθεται μαζί με μια παρέα ανδρών, καλοντυμένων και σενιαρισμένων.
Η εικόνα του μου έμοιαζε αστεία. Πάντα τον θυμόμουν ντυμένο
απλά, σχεδόν φτωχικά και τώρα… Όπως τότε που με φώναξε όταν εγώ ήμουν στο
παράθυρο του θείου μου, του Μόσχου. Τον ρώτησα γιατί με φώναζε και εκείνος μου
απάντησε πως φώναζε την κατσίκα του, την Μοσχούλα. Ανοησίες! Και από την άλλη,
αφού ήξερε το όνομά μου, γιατί να δώσει στην αίγα του ένα ανθρώπινο, γνωστού κι
όλας, όνομα; Εγώ πάντως, από την πλευρά μου, κάθε μέρα την ίδια ώρα στεκόμουν
στο παράθυρο. Αυτός περνούσε, τον έβλεπα, με έβλεπε, αλλά κουβέντα δεν λαλούσε.
Θυμάμαι τώρα μια άλλη, αλλόκοτη συνάντησή μας. Ήταν
Αύγουστος και όπως κάθε καλοκαιρινό βράδυ, πήγα να κολυμπήσω στη θάλασσα, σε
ένα απόμερο μέρος στα βράχια κοντά σε μια σπηλιά. Γδύθηκα, άφησα τα ρούχα μου
στα βράχια και βούτηξα στα δροσερά νερά. Εκεί που κολυμπούσα αμέριμνη, άκουσα
μια κατσίκα να βελάζει. Πανικοβλήθηκα! Προς Θεού, δεν φοβήθηκα την κατσίκα,
αλλά τον ιδιοκτήτη της. Ο ήχος αυτός σήμαινε πως κάποιος βρισκόταν κοντά.
Γύρισα το κεφάλι μου μήπως εντοπίσω κανέναν και για κακή μου τύχη τον είδα.
Είδα το βοσκό μου να με παρακολουθεί κρυμμένος στις σκιές της νύχτας. «Μη
φοβάσαι…δεν θέλω το κακό σου!», μου φώναξε. Εγώ, όμως, είχα τρομοκρατηθεί και
βούτηξα στα σκοτεινά νερά να κρύψω τη γύμνια μου. Ήμουν τόσο σοκαρισμένη που
δεν κατάλαβα πόση ώρα ήμουν μέσα στο νερό. Ένιωθα να πνίγομαι, τα πνευμόνια μου
ζητούσαν οξυγόνο. Και τότε χωρίς να το καταλάβω ένα χέρι με τράβηξε στην
επιφάνεια. Μια στιβαρή αγκαλιά με στήριξε και με οδήγησε στη στεριά. Ήταν ο
βοσκός, που αφού με άφησε στη στεριά, εξαφανίστηκε.
Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκα καθόλου. Σκεφτόμουν το
περιστατικό, εκείνον. Αποφάσισα την επομένη να του μιλήσω, να δω αν αισθάνεται
κάτι για εμένα, καθώς ήμουν ερωτευμένη μαζί του.
Στολίστηκα, χτενίστηκα και λίγο πριν βγω από το σπίτι να τον
συναντήσω, με σταμάτησε ο θείος μου. Με ρώτησε πού πάω και αν γνωρίζω τα νέα.
«Ποια νέα;» απόρησα. Μου είπε για την Μοσχούλα, την κατσίκα του βοσκού, που
πνίγηκε χτες το βράδυ. Είπε, επίσης, ότι ο βοσκός ανακοίνωσε ότι θα φύγει για
την Αθήνα. Κοκάλωσα, κάτι έσπασε μέσα μου. Πήγα με βαριά καρδιά στο δωμάτιό μου
και έκλαψα όλη την μέρα. Προφανώς δεν νοιάστηκε ποτέ για εμένα.
Τα χρόνια πέρασαν, ο νεανικός έρωτας ξεχάστηκε και εγώ
γνώρισα τον Στάθη, τον άντρα μου. Αγαπηθήκαμε, παντρευτήκαμε και κάναμε μια
ευτυχισμένη οικογένεια. Εκείνον δεν τον ξανασκέφτηκα ποτέ. Και όταν τον είδα
στην Αθήνα, δεν ένιωσα τίποτε άλλο από λύπη. Μου φάνηκε πολύ δυστυχισμένος.
Εκείνο το βράδυ προσευχήθηκα στην Παναγία για εκείνον... Σοφία Ζ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου