Οδυσσέας Ελύτης

Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2020

Η Μαρίνα των βράχων...από την Στέλλα



Υάκινθοι στολίζουν τα μαλλιά σου

Και εσύ στέκεσαι, εκεί στυλωμένη, πάνω στους απόμακρους βράχους

Να αναδρομείς και να ανυμνείς τα χαμένα σου χρόνια

Χρόνια γεμάτα πάθος και έρωτα

Που ξέφυγαν από τις αναμνήσεις της ζωής σου

Και μαράζωσαν από πόνο και θλίψη

Αφήνοντάς σε απολιθωμένη με τη συντροφιά των βράχων

Στοιχειωμένη από την πικρή γεύση των χειλιών σου που άφησε η

τρικυμία


Το κείμενο έγραψε η Στέλλα ως αφόρμηση από το ποίημα του Ελύτη "Η Μαρίνα των βράχων"

Αλέξης Ζορμπάς του Νίκου Καζαντζάκη


Το βίντεο δημιουργήθηκε από την Γεωργία και τον Αντρέα στο μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β΄ Λυκείου.

Εκεί το ρολόι σταμάτησε...

 


Βλέπω τηλεόραση. Η κοπέλα στην τηλεόραση φαινόταν συμπαθητική αλλά δεν νομίζω να την είχα ξανά δει. Ακούστηκαν βήματα και η πόρτα άνοιξε. Ο κύριος που μπήκε μέσα μου χαμογέλασε. Τρόμαξα. Ποιος είναι αυτός; Στα μάτια του βλέπω μία μελαγχολία. Μου λέει καλή μέρα και με ρωτάει πώς είμαι. Τρομαγμένη… Απομακρύνθηκε και περπατούσε στο σπίτι σαν να το γνώριζε, με μία άνεση τέτοια που έχεις, όταν έχεις βρεθεί κάπου πολλές φορές. Άκουσα πάλι τα αργά και βαριά του βήματα να πλησιάζουν. Έκατσε στην παλιά πολυθρόνα απέναντι μου. Το πρόσωπό του ήταν όμορφο. Είχε μελαχρινά μαλλιά και σκούρα καστανά μάτια. Κοίταξα έξω, είχε σκοτεινιάσει.

Πήρε μία βαθιά ανάσα και με ρώτησε: Πώς ήταν η μέρα σου; Προσπάθησα να σκεφτώ τι έκανα σήμερα, αλλά δεν μπόρεσα, θυμάμαι ότι έβλεπα τηλεόραση αλλά δεν θυμάμαι τι... Συνέχισε τις ερωτήσεις ρωτώντας με αν τον θυμάμαι. Ήθελα να του πω όχι, αλλά ντράπηκα. «Δεν νομίζω». Το πρόσωπό του σκοτείνιασε, και κοίταξε το πάτωμα. Αναστέναξε. «Αχ αααα» είπε και συνέχισε τις ερωτήσεις με έντονο τόνο, προσπαθώντας με εμμονή να μου υπενθυμίσει πράγματα. Σε αυτό το σημείο έχει γίνει πιεστικός και ένα κύμα άγχους με κατακλύζει.

«Αχ μαμά…» ακούστηκε κι απομακρύνθηκε.

Βλέπω τηλεόραση. Η κοπέλα στην τηλεόραση μου φαίνεται αντιπαθητική. Άλλαξα κανάλι.


Το κείμενο έγραψε η μαθήτρια της Γ΄ τάξης, Άννα, με αφόρμηση τον πίνακα του Νταλί "Η εμμονή της μνήμης"

Το θολό μου μυαλό...ένα κείμενο δημιουργικής γραφής από την Άννα

 


Αυτό είναι το αγαπημένο μου παράθυρο σε όλο το κτήριο. Τώρα τελευταία το τζάμι είχε θολώσει, αλλά σήμερα ήταν πεντακάθαρο. Ίσως το καθάρισε η κ. Σοφία που μας καθαρίζει. Έχει την καλύτερη θέα. Σήμερα είχε ήλιο, τον πιο φωτεινό ήλιο που έχω δει ποτέ μου.

Καθώς κοιτούσα τον ήλιο άκουσα γέλια. Ήταν η μαμά μου. Είδα κάτω από την κερασιά που υπήρχε στον κήπο την μαμά μου, τον μπαμπά μου και τις δύο αδελφές  μου να παίζουν. Τα κορίτσια τρέχανε σαν τρελά μέσα στην μεγάλη έκταση με τα σιδερένια κάγκελα. Η μαμά μου γελούσε τόσο πολύ, είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που την είδα να γελάει τόσο. Ήταν ωραίο που έβλεπα το χαμόγελο της έπειτα από καιρό. Τα μάτια της ήταν σχεδόν κλειστά και όμορφες ρυτίδες σχηματίζονταν στις άκρες τους. Ο μπαμπάς μου κρατάει μια μπάλα στα χέρια του. Τον ακούω να μιλάει, αλλά δεν μπορώ να διακρίνω το πρόσωπο του. Ξέρω ότι είναι ο μπαμπάς μου, απλά το ξέρω, αλλά δεν φαίνεται το πρόσωπο του.

Είναι όλοι τους ευτυχισμένοι. Είχα καιρό να τους δω από το παράθυρο. Τα άλλα παράθυρα δεν μου αρέσουν. Στα άλλα βρέχει συνεχώς και δεν έχουν την οικογένεια μου ως θέα, αλλά την έκταση με το περιποιημένο γκαζόν και τα σιδερένια κάγκελα που έχω βαρεθεί να βλέπω. Φοβάμαι ότι μπορεί να θολώσει πάλι, αλλά δεν πειράζει, προς το παρόν είμαι χαρούμενος που βλέπω τον ήλιο και την οικογένεια μου να είναι επίσης χαρούμενοι. Χαμογέλασα.

 

Ο παιδαγωγός του ιδρύματος κατέφθασε αργοπορημένος. Στα αφτιά του ηχούν τα λόγια του διευθυντή : ‘’Οι παιδαγωγοί δεν πρέπει ποτέ να αργούν’’. Και τον κατέκλεισε ένα αίσθημα θυμού γιατί ο διευθυντής ερχόταν όποια μέρα και ώρα ήθελε. Ο φρουρός τον είδε και άνοιξε την βαριά σιδερένια πόρτα. Μόλις μπήκε στο κτήριο τον πλησίασε τρέχοντας ο Κώστας για να του δέσει ο υπάλληλος τα κορδόνια. Καθώς ασχολούταν με το παιδί η προσοχή του αποσπάστηκε από την σιγή που επικρατούσε στην αίθουσα τρία. Σηκώθηκε και μπήκε στο δωμάτιο. Είδε τον Δημήτρη όρθιο και χαμογελαστό να κοιτάει τον τοίχο.  Ρώτησε την υπάλληλο που περνούσε από εκεί εκείνη την ώρα πόση ώρα συνέβαινε αυτό. Όπως τον πληροφόρησε ο Δημήτρης κοιτούσε τον τοίχο 2 ώρες. ‘’Κακόμοιρο παιδί’’ σκέφτηκε ‘’πρέπει να του δώσω τα χάπια του’’

Ο υπάλληλος πήρε τον Δημήτρη από την αίθουσα για να του δώσει τα χάπια του. Και ας θόλωνε το τζάμι για λίγο …