Αυτό είναι
το αγαπημένο μου παράθυρο σε όλο το κτήριο. Τώρα τελευταία το τζάμι είχε
θολώσει, αλλά σήμερα ήταν πεντακάθαρο. Ίσως το καθάρισε η κ. Σοφία που μας
καθαρίζει. Έχει την καλύτερη θέα. Σήμερα είχε ήλιο, τον πιο φωτεινό ήλιο που
έχω δει ποτέ μου.
Καθώς
κοιτούσα τον ήλιο άκουσα γέλια. Ήταν η μαμά μου. Είδα κάτω από την κερασιά που
υπήρχε στον κήπο την μαμά μου, τον μπαμπά μου και τις δύο αδελφές μου να παίζουν. Τα κορίτσια τρέχανε σαν τρελά
μέσα στην μεγάλη έκταση με τα σιδερένια κάγκελα. Η μαμά μου γελούσε τόσο πολύ,
είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που την είδα να γελάει τόσο. Ήταν ωραίο που
έβλεπα το χαμόγελο της έπειτα από καιρό. Τα μάτια της ήταν σχεδόν κλειστά και
όμορφες ρυτίδες σχηματίζονταν στις άκρες τους. Ο μπαμπάς μου κρατάει μια μπάλα
στα χέρια του. Τον ακούω να μιλάει, αλλά δεν μπορώ να διακρίνω το πρόσωπο του.
Ξέρω ότι είναι ο μπαμπάς μου, απλά το ξέρω, αλλά δεν φαίνεται το πρόσωπο του.
Είναι όλοι
τους ευτυχισμένοι. Είχα καιρό να τους δω από το παράθυρο. Τα άλλα παράθυρα δεν
μου αρέσουν. Στα άλλα βρέχει συνεχώς και δεν έχουν την οικογένεια μου ως θέα,
αλλά την έκταση με το περιποιημένο γκαζόν και τα σιδερένια κάγκελα που έχω
βαρεθεί να βλέπω. Φοβάμαι ότι μπορεί να θολώσει πάλι, αλλά δεν πειράζει, προς
το παρόν είμαι χαρούμενος που βλέπω τον ήλιο και την οικογένεια μου να είναι
επίσης χαρούμενοι. Χαμογέλασα.
Ο
παιδαγωγός του ιδρύματος κατέφθασε αργοπορημένος. Στα αφτιά του ηχούν τα λόγια
του διευθυντή : ‘’Οι παιδαγωγοί δεν πρέπει ποτέ να αργούν’’. Και τον κατέκλεισε
ένα αίσθημα θυμού γιατί ο διευθυντής ερχόταν όποια μέρα και ώρα ήθελε. Ο
φρουρός τον είδε και άνοιξε την βαριά σιδερένια πόρτα. Μόλις μπήκε στο κτήριο
τον πλησίασε τρέχοντας ο Κώστας για να του δέσει ο υπάλληλος τα κορδόνια. Καθώς
ασχολούταν με το παιδί η προσοχή του αποσπάστηκε από την σιγή που επικρατούσε
στην αίθουσα τρία. Σηκώθηκε και μπήκε στο δωμάτιο. Είδε τον Δημήτρη όρθιο και
χαμογελαστό να κοιτάει τον τοίχο. Ρώτησε
την υπάλληλο που περνούσε από εκεί εκείνη την ώρα πόση ώρα συνέβαινε αυτό. Όπως
τον πληροφόρησε ο Δημήτρης κοιτούσε τον τοίχο 2 ώρες. ‘’Κακόμοιρο παιδί’’
σκέφτηκε ‘’πρέπει να του δώσω τα χάπια του’’
Ο
υπάλληλος πήρε τον Δημήτρη από την αίθουσα για να του δώσει τα χάπια του. Και
ας θόλωνε το τζάμι για λίγο …