Βλέπω τηλεόραση. Η κοπέλα στην τηλεόραση φαινόταν συμπαθητική αλλά
δεν νομίζω να την είχα ξανά δει. Ακούστηκαν βήματα και η πόρτα άνοιξε. Ο κύριος
που μπήκε μέσα μου χαμογέλασε. Τρόμαξα. Ποιος είναι αυτός; Στα μάτια του βλέπω μία
μελαγχολία. Μου λέει καλή μέρα και με ρωτάει πώς είμαι.
Τρομαγμένη… Απομακρύνθηκε και περπατούσε στο
σπίτι σαν να το γνώριζε, με μία άνεση τέτοια που έχεις, όταν έχεις βρεθεί κάπου πολλές φορές. Άκουσα πάλι τα αργά και βαριά του βήματα να πλησιάζουν. Έκατσε
στην παλιά πολυθρόνα απέναντι μου. Το πρόσωπό του ήταν όμορφο. Είχε μελαχρινά
μαλλιά και σκούρα καστανά μάτια. Κοίταξα έξω, είχε σκοτεινιάσει.
Πήρε μία βαθιά ανάσα και με
ρώτησε: Πώς ήταν η μέρα σου; Προσπάθησα να σκεφτώ τι έκανα σήμερα, αλλά δεν μπόρεσα,
θυμάμαι ότι έβλεπα τηλεόραση αλλά δεν θυμάμαι τι...
Συνέχισε τις ερωτήσεις ρωτώντας με αν τον θυμάμαι. Ήθελα να του πω όχι, αλλά ντράπηκα. «Δεν νομίζω». Το πρόσωπό του σκοτείνιασε,
και κοίταξε το πάτωμα. Αναστέναξε. «Αχ αααα» είπε και συνέχισε τις ερωτήσεις με έντονο τόνο, προσπαθώντας με εμμονή να μου υπενθυμίσει πράγματα. Σε
αυτό το σημείο έχει γίνει πιεστικός και ένα κύμα άγχους με κατακλύζει.
«Αχ μαμά…» ακούστηκε κι
απομακρύνθηκε.
Βλέπω τηλεόραση. Η κοπέλα στην τηλεόραση μου φαίνεται αντιπαθητική.
Άλλαξα κανάλι.
Το κείμενο έγραψε η μαθήτρια της Γ΄ τάξης, Άννα, με αφόρμηση τον πίνακα του Νταλί "Η εμμονή της μνήμης"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου